κατέλαβον

κατέλαβον
καταλαμβάνω
seize
aor ind act 3rd pl
καταλαμβάνω
seize
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ …   Dictionary of Greek

  • κατειλυσπώμαι — κατειλυσπῶμαι, άομαι (Α) κατέρχομαι στριφογυρίζοντας, κινούμαι ελικοειδώς προς τα κάτω («κατέλαβον... τὴν δ ἐκ τροχιλίας κατειλυσπωμένην», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + (ε)ἰλυσπῶμαι «κινούμαι ελικοειδώς»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”